- πολύαρνι
- πολύ-αρνι, dat., cf. πολύρρην: rich in lambs or flocks, Il. 2.106†.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
πολύαρνι — πολύαρνος masc/fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)